ἀνεύθυνοι

ἀνεύθυνοι
ἀνεύθῡνοι , ἀνεύθυνος
not accountable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • безвиньныи — (23) пр. 1.Невиновный: аште не прѣже своихъ винъ очистѩтьсѩ... преже даже безвиньны себе покажють нанесеныихъ имъ винъ. (ἀϑῴους) ΚΕ XII, 27а; адамъ възложивъ виноу на ѥвгоу и ѥвга възлагающи на змию. и ни ѥдинъ же бо ѡ(т) нихъ ˫ако безвиненъ безъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Κορνέιγ, Πιερ — (Pierre Corneille, Ρουέν 1606 – Παρίσι 1684). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε σε ένα σχολείο ιησουιτών. Αργότερα ακολούθησε τη νομική επιστήμη, έγινε δικηγόρος και διορίστηκε σε μια δημόσια θέση, στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”